Ο δεύτερος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό Hμερολόγιο είναι ο κουτσός Φεβρουάριος ή Φλεβάρης, ο Κουτσοφλέβαρος,
με 28 ημέρες στα κοινά έτη και 29 στα δίσεκτα, κάθε τέσσερα χρόνια
(χρονολογίες που διαιρούνται ακριβώς με το 4, όπως 2008, 2012, 2016
κ.ο.κ.).
Στα λατινικά η λέξη Φεβρουάριος (februarius) προέρχεται από το ουσιαστικό februum, που σημαίνει καθαρμός, κάθαρση, λόγω των θρησκευτικών εορτών εξαγνισμού και καθαρμού (Februa ή Februatio) που τελούνταν στη Ρώμη στη διάρκεια του μήνα. Στην Ελλάδα έχει πάρει και διάφορες άλλες ονομασίες σχετικές τη μικρή του διάρκεια: Μικρός, Κουτσός, Φλιάρης, Γκουζούκης και Κούντουρον (< ποντιακά κοντή+ ουρά). Το Φλεβάρης προέρχεται από τις «φλέβες», δηλαδή τα υπόγεια νερά που αναβλύζουν στη διάρκειά του από τις πολλές βροχές, ενώ η γιορτή του Αγίου Τρύφωνα την 1η του μήνα του έδωσε και το όνομα «Αϊ-Τρύφωνας».
Ο Φεβρουάριος με τις ανθισμένες αμυγδαλιές είναι επίσης και προπομπός της άνοιξης, όπως μας λέει και η παροιμία: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει». Και μαζί με την οργιάζουσα φύση έρχονται και οι οργιαστικές τελετουργίες της Αποκριάς.
Η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν με πυροβολισμούς και με ταμπούρλα και γινόταν ιδιαίτερα αισθητή την Τσικνοπέμπτη.
Στα Ψυχοσάββατα οι ψυχές κάθονται επάνω στα δέντρα και τα βλαστάρια του αμπελιού, γι’ αυτό δεν κόβουν ως τότε βλαστάρια, μήπως πέσουν οι ψυχές που είναι καθισμένες επάνω σε αυτά και κλάψουν. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Δημητροκάλλη, «τούτο το κάθισμα των ψυχών πάνω στα δέντρα έχει ρίζες προχριστιανικές, κι έχουμε παραστάσεις αρχαίες, κι ακόμα και χριστιανικές, κι ας μην το ‘χει στις διδαχές του ο χριστιανισμός. Αυτό γιατί αυτές οι δοξασίες είναι πανάρχαιες και οικουμενικές, αποκαλούν μάλιστα των φύλλων του δάσους το θρόισμα, ψυχοθρόισμα, μουρμούρισμα των ψυχών».
Τα έθιμα της Αποκριάς έχουν όμως πολλές προεκτάσεις πέρα από τον ανανεωτικό, γόνιμο και θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Όμως αναφέρει ο Λευτέρης Αλεξάκης, «ιδιαίτερα η τελευταία μεγάλη Αποκριά (της Τυρινής) δίνει την ευκαιρία να αναζωογονηθούν και να ενισχυθούν οι οικογενειακοί και γενικότερα οι συγγενικοί δεσμοί, να εκφραστεί ο σεβασμός των νεοτέρων προς τους ηλικιωμένους, ιδιαίτερα των νυφάδων προς τα πεθερικά, να σμίξουν απομακρυσμένοι συγγενείς και να περάσουν ευχάριστα λίγο πριν από τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής».
Αλλά και η επόμενη ημέρα, η Καθαρά Δευτέρα, παρ’ όλα τα νηστίσιμα φαγητά της, δεν είναι παρά «μία προέκταση της αποκριάτικης περιόδου, με κύρια στοιχεία την αθυροστομία, τα αλληλοπειράγματα, τα σκώμματα, τη σάτιρα, που σε κανέναν δεν προκαλούν ενόχληση, αλλά, αντίθετα, όλοι τα επιδιώκουν, για το καλό», όπως αναφέρει ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης. Κι έτσι με γέλιο και τραγούδια και το πέταγμα χαρταετών αποχαιρετούσαν την Αποκριά: «Επέρασε η Αποκριά με λύρες με παιχνίδια/ και μπήκε η Σαρακοστή μ’ ελιές και με κρομμύδια» και «Τ’ ακούτε τι παράγγειλε η Καθαρή Δευτέρα;/ Πεθαίν’ ο Κρέας, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος/ σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένεια/ Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια/ στον τρανό τον πλάτανο να μάσουμε Στεκούλα».
ΠΗΓΗ: wikipedia
Στα λατινικά η λέξη Φεβρουάριος (februarius) προέρχεται από το ουσιαστικό februum, που σημαίνει καθαρμός, κάθαρση, λόγω των θρησκευτικών εορτών εξαγνισμού και καθαρμού (Februa ή Februatio) που τελούνταν στη Ρώμη στη διάρκεια του μήνα. Στην Ελλάδα έχει πάρει και διάφορες άλλες ονομασίες σχετικές τη μικρή του διάρκεια: Μικρός, Κουτσός, Φλιάρης, Γκουζούκης και Κούντουρον (< ποντιακά κοντή+ ουρά). Το Φλεβάρης προέρχεται από τις «φλέβες», δηλαδή τα υπόγεια νερά που αναβλύζουν στη διάρκειά του από τις πολλές βροχές, ενώ η γιορτή του Αγίου Τρύφωνα την 1η του μήνα του έδωσε και το όνομα «Αϊ-Τρύφωνας».
Ο Φεβρουάριος με τις ανθισμένες αμυγδαλιές είναι επίσης και προπομπός της άνοιξης, όπως μας λέει και η παροιμία: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει». Και μαζί με την οργιάζουσα φύση έρχονται και οι οργιαστικές τελετουργίες της Αποκριάς.
Η αρχή του Τριωδίου αναγγελλόταν με πυροβολισμούς και με ταμπούρλα και γινόταν ιδιαίτερα αισθητή την Τσικνοπέμπτη.
Στα Ψυχοσάββατα οι ψυχές κάθονται επάνω στα δέντρα και τα βλαστάρια του αμπελιού, γι’ αυτό δεν κόβουν ως τότε βλαστάρια, μήπως πέσουν οι ψυχές που είναι καθισμένες επάνω σε αυτά και κλάψουν. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Δημητροκάλλη, «τούτο το κάθισμα των ψυχών πάνω στα δέντρα έχει ρίζες προχριστιανικές, κι έχουμε παραστάσεις αρχαίες, κι ακόμα και χριστιανικές, κι ας μην το ‘χει στις διδαχές του ο χριστιανισμός. Αυτό γιατί αυτές οι δοξασίες είναι πανάρχαιες και οικουμενικές, αποκαλούν μάλιστα των φύλλων του δάσους το θρόισμα, ψυχοθρόισμα, μουρμούρισμα των ψυχών».
Τα έθιμα της Αποκριάς έχουν όμως πολλές προεκτάσεις πέρα από τον ανανεωτικό, γόνιμο και θρησκευτικό χαρακτήρα τους. Όμως αναφέρει ο Λευτέρης Αλεξάκης, «ιδιαίτερα η τελευταία μεγάλη Αποκριά (της Τυρινής) δίνει την ευκαιρία να αναζωογονηθούν και να ενισχυθούν οι οικογενειακοί και γενικότερα οι συγγενικοί δεσμοί, να εκφραστεί ο σεβασμός των νεοτέρων προς τους ηλικιωμένους, ιδιαίτερα των νυφάδων προς τα πεθερικά, να σμίξουν απομακρυσμένοι συγγενείς και να περάσουν ευχάριστα λίγο πριν από τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής».
Αλλά και η επόμενη ημέρα, η Καθαρά Δευτέρα, παρ’ όλα τα νηστίσιμα φαγητά της, δεν είναι παρά «μία προέκταση της αποκριάτικης περιόδου, με κύρια στοιχεία την αθυροστομία, τα αλληλοπειράγματα, τα σκώμματα, τη σάτιρα, που σε κανέναν δεν προκαλούν ενόχληση, αλλά, αντίθετα, όλοι τα επιδιώκουν, για το καλό», όπως αναφέρει ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης. Κι έτσι με γέλιο και τραγούδια και το πέταγμα χαρταετών αποχαιρετούσαν την Αποκριά: «Επέρασε η Αποκριά με λύρες με παιχνίδια/ και μπήκε η Σαρακοστή μ’ ελιές και με κρομμύδια» και «Τ’ ακούτε τι παράγγειλε η Καθαρή Δευτέρα;/ Πεθαίν’ ο Κρέας, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος/ σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένεια/ Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια/ στον τρανό τον πλάτανο να μάσουμε Στεκούλα».
ΠΗΓΗ: wikipedia
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου